- θελήμων
- θελήμων, -ον (Α) [θέλημα]αυτός που θέλει, ο θεληματικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θελήμων — voluntary masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήμονα — θελήμων voluntary neut nom/voc/acc pl θελήμων voluntary masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήμονες — θελήμων voluntary masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήμονι — θελήμων voluntary dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήμονος — θελήμων voluntary gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελημοσύνη — θελημοσύνη, ἡ (Α) [θελήμων] πάπ. η θέληση … Dictionary of Greek